- διαπολιτεύομαι
- διαπολιτεύομαι (Α)είμαι πολιτικός αντίπαλος κάποιου που ωστόσο ανήκει στην ίδια πολιτική παράταξη με μένα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαπολιτευομένων — διαπολιτεύομαι to be a political rival pres part mp fem gen pl διαπολιτεύομαι to be a political rival pres part mp masc/neut gen pl διαπολῑτευομένων , διαπολιτεύομαι to be a political rival pres part mp fem gen pl διαπολῑτευομένων ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπολιτευομένους — διαπολιτεύομαι to be a political rival pres part mp masc acc pl διαπολῑτευομένους , διαπολιτεύομαι to be a political rival pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπολιτευόμενοι — διαπολιτεύομαι to be a political rival pres part mp masc nom/voc pl διαπολῑτευόμενοι , διαπολιτεύομαι to be a political rival pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπολιτεύεσθαι — διαπολιτεύομαι to be a political rival pres inf mp διαπολῑτεύεσθαι , διαπολιτεύομαι to be a political rival pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπολιτεύωνται — διαπολιτεύομαι to be a political rival pres subj mp 3rd pl διαπολῑτεύωνται , διαπολιτεύομαι to be a political rival pres subj mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπολιτεύοντας — διαπολῑτεύοντας , διαπολιτεύομαι to be a political rival pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεπολιτεύετο — διεπολῑτεύετο , διαπολιτεύομαι to be a political rival imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεπολιτεύοντο — διεπολῑτεύοντο , διαπολιτεύομαι to be a political rival imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεπολιτεύσατο — διεπολῑτεύσατο , διαπολιτεύομαι to be a political rival aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)